ελαιοχρωμία

ελαιοχρωμία
η
1. το ελαιόχρωμα.
2. η ελαιογραφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαιοχρωμία — η ελαιογραφία, η χρησιμοποίηση λαδομπογιάς για ζωγραφική ή βαφή …   Dictionary of Greek

  • ελαιοχρωμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ελαιοχρωμία ο κατασκευασμένος με ελαιοχρώματα («ελαιοχρωμικός πίνακας») …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”